- προεκτικός
- -ή, -όν, Ααυτός που παρέχει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -εκτικός (< -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω), πρβλ. καχ-εκτικός, πλεον-εκτικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεκτικός — πρό κτίζω people perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՅՕԺԱՐԱՏՐԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0380 Chronological Sequence: 6c ա. προεκτικός, προετικός ad largiendum propensus, liberalis. Յօժար ʼի տուրս. յօժարամիտ. առատաձեռն. ճէօմէրտ. *Ազատականութեան է յօժարատրականն գոլ յիրս գովելիս, եւ առատանալն ʼի ծախս պատշաճաւորս. Արիստ. առաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)